ταλασία

ταλασία
ἡ, Α
ταλασιουργία*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ταλασία, κατά την επικρατέστερη άποψη, έχει σχηματιστεί από τον τ. τάλαντον ως εξής: τάλαντον > *ταλαντία > *ταλανσία (με συριστικοποίηση τού -τ- προ τού -ι-, πρβλ. δημόσιος < *δημότιος) > ταλασία (με απλοποίηση τού συμφωνικού συμπλέγματος -νσ-). Το -ατού τ. ταλ-α-σία είναι μάλλον βραχύ, αναλογικά προς το -ă- τών τ. γυμνάσια, εργασία και όχι μακρό, όπως θα αναμενόταν, ως αποτέλεσμα τής αντέκτασης μετά από τη σίγηση τού -ν-. Η λ. ταλασία, τέλος, αποτελεί τεχνικό όρο που απαντά και στη Μυκηναϊκή, στον τ. tarasija, με τη διαφορετική, όμως, σημ. «ζυγισμένη ποσότητα χαλκού που έχει δοθεί στους σιδηρουργούς» ή «ζυγισμένη ποσότητα μαλλιού που έχει δοθεί σε γυναίκες»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ταλασία — ταλασίᾱ , ταλασία wool spinning fem nom/voc/acc dual ταλασίᾱ , ταλασία wool spinning fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταλασίᾳ — ταλασίαι , ταλασία wool spinning fem nom/voc pl ταλασίᾱͅ , ταλασία wool spinning fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταλάσια — ταλάσιος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταλασίας — ταλασίᾱς , ταλασία wool spinning fem acc pl ταλασίᾱς , ταλασία wool spinning fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταλασίαι — ταλασία wool spinning fem nom/voc pl ταλασίᾱͅ , ταλασία wool spinning fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταλασίαν — ταλασίᾱν , ταλασία wool spinning fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταλασίαις — ταλασία wool spinning fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • tel-1, telǝ-, tlē(i)-, tlā- —     tel 1, telǝ , tlē(i) , tlā     English meaning: to transport, carry; to bear, suffer     Deutsche Übersetzung: “aufheben, wägen; tragen; ertragen, dulden”     Material: O.Ind. tulü f. “Waage, Gewicht”, tulayati “hebt auf, wägt” (with… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • Thalassivs — THALASSIVS, i, Gr. Θάλασσιος, ου. 1 §. Namen. Einige schreiben Thalassius, Catull. Carm. LX. v. 134. andere Thalassio, Martialis l. I. Epigr. 36. Serv. ad Virg. Aen. I. 655. die dritten Thalassus, Id. l. XII. Epigr. 42. die vierten Talasius,… …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • ταλάσιον — τὸ, Μ [ταλασία] εριουργείο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”